Όλες οι αναρτήσεις με την ημερομηνία τους και τον τίτλο

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

Θερινή σκηνή στο Χαλάνδρι, πίσω από την Αγία Βαρβάρα


Χαλάνδρι, πίσω από την Αγία Βαρβάρα, στην θέση της σημερινής Ζαν Μωρεάς, στα 1910.






 


Από το Πάσχα και μετά έτρεχα. Να εξηγηθώ:


Μέχρι το Πάσχα πήγαινα στο γυμναστήριο του Καρβέλλα. Ο Καρβέλλας ήταν ο θείος του άλλου του Καρβέλλα, του συνθέτη. Και είχε αυτό το γυμναστήριο. Που ήτανε στον ουρανοξύστη, ακριβώς στη στροφή της Αγίας Βαρβάρας, επί της Εθνικής Αντιστάσεως, στο υπόγειο. Εκεί απέναντι ήτανε η βίλλα του Παπαθανασίου, μία μεγάλη, άσπρη με κεραμίδια. Αυτός ο Παπαθανασίου έγινε υπουργός οικονομικών επί Καραμανλή, δηλαδή όχι ο ίδιος, ο γιός του έγινε, κι' όχι του εθνάρχη, αλλά του ανηψιού, του επιλεγόμενου μπουχέσα. Και στην βίλλα βάλανε μία σημαία με μισοφέγγαρο, και την κάνανε πρεσβεία της Τυνησίας. Δίπλα στην βίλλα, επί της Εθνικής Αντιστάσεως μιλάμε, είχε μία μάντρα με ωραιότατο σιδερένιο κιγκλίδωμα φερφορζέ και μία εξ ίσου ωραιότατη πόρτα φερφορζέ, δεν τα βρίσκεις πια αυτά, νόμιζες πως ήτανε χασιέντα μεξικάνικη. Εκεί μέσα ήτανε το κτήμα του Λυκιαρδόπουλου. Κι' απόξω είχε εξανέκαθεν ένα περίπτερο. Πολύ παλιά ήταν ξύλινο, κίτρινο, αλλά μετά βάλανε ένα πιο μοντέρνο, πιο μεγάλο. Τέλος πάντων, βίλλα, μάντρα, τα γκρεμίσανε όλα, είναι η Βόνταφον τώρα εκεί, και μία αγελάδα πλαστική, κόκκινη-άσπρη. Μόνο το περίπτερο έμεινε.


Στου Καρβέλλα επικρατούσε το δόγμα "Τα πολλά κιλά στη μπάρα κάνουν το μυαλό παπάρα," τέτοια λέγαμε και γελάγαμε, μάλλον γιατί ο εγκέφαλος δεν αιματούται επαρκώς άμα κάνεις πολλά βάρη. Λένε επίσης πως με την άσκηση εκκρίνονται ενδορφίνες, μαστουρώνεις και γελάς συνέχεια. Επίσης με τα βάρη ενδυναμώνεται μεν το μυϊκό σύστημα, αλλά δεν καις θερμίδες, διότι τα βάρη είναι αναερόβια άσκηση. Πρέπει επίσης να πω πως μετά το γυμναστήριο πλακωνόμασταν στα κοψίδια και τα κρασιά, στις πίτσες και τις μπύρες, γραβιέρες, σαλάμια αέρος, ρακές, τεκίλες, βότκες, τόννοι ουίσκια, άπειρα τσιγάρα, τέτοια αντιαθλητικά. Διότι υπήρχε και ένα άλλο δόγμα: "Τη μέρα θα χτίζουμε, τη νύχτα θα γκρεμίζουμε." Το κορμί, εννοείται. Οπότε, με τέτοιες ιδέες παίρνεις κιλάκια, όπως είναι επόμενο. Και τα χάνεις μόνο με αερόβια άσκηση, δηλαδή αργό τρέξιμο αντοχής. Κόβεις τις καταχρήσεις. Δίαιτα χιλίων πεντακοσίων θερμίδων. Στεγνώνεις, καις τα λίπη και αποβάλλεις τις τοξίνες, δείχνουν οι μυς, χαλαρώνουν, από σφίχτης γίνεσαι φιγουρίνι να προλάβεις τις παραλίες, εξαγνίζεσαι για την Γη Χαναάν των Κυκλάδων...
Από το Πάσχα λοιπόν και μετά, έτρεχα. Είχα μια στάνταρ διαδρομή, την έκανα σχεδόν κάθε μέρα. Ξεκινούσα πίσω από το γυμναστήριο, ή αν θέλετε πίσω από την Αγία Βαρβάρα, το ίδιο είναι, δηλαδή στην αρχή της Ζαν Μωρεάς, εκεί που έχει ένα ψηλό πεύκο πάνω στο πεζοδρόμιο, κι' αποπίσω έχει κι' άλλα πεύκα, που αποπίσω από τα πεύκα έχει έναν άλλο ουρανοξύστη, όχι του Καρβέλλα. Από κει έμπαινα στα στενά του Χαλανδρίου, διέσχιζα καθέτως την Παπανικολή, ύστερα την Βασιλέως Γεωργίου, έφτανα στην Ριζάρειο, έκανα τον μαντρότοιχο γύρα, και επέστρεφα πάλι μέσα από τα στενά στο ίδιο σημείο, στο πεύκο της Ζαν Μωρεάς.
Η ιστορία που θα σας πω έγινε ένα απόγευμα του Ιουνίου του 1994.
Ακόμα και τώρα είναι γλυκό το απόγευμα, στο Χαλάνδρι. Στο ύψος της Λυκούργου, στην Αβάνα δηλαδή, η Ζαν Μωρεάς κατηφορίζει, οπότε φαίνεται η Πεντέλη, μακρινή και γαλάζια, σ' έναν επίσης γαλάζιο φόντο, λίγο πιο ανοιχτό όμως. Τα σπίτια είναι μονοκατοικίες, ή δίπατα και τρίπατα, κι' έχουν κήπους με λεμονιές και νεραντζιές και τροπικά φυτά, και γιασεμιά και νυχτολούλουδα, ευωδιάζουν, κι' έχει και πεύκα, και κυπαρίσσια, και πολλούς ευκάλυπτους, τους θυμάμαι από μικρό παιδί, τους ευκάλυπτους. Γέμιζα τα πλεμόνια μου και χάζευα, το ζήτημα είναι να πιάσεις έναν ρυθμό αργό, ευχάριστο, ώστε να διαρκέσει αυτή η άσκηση ώρα, αν και, όπως και να το κάνεις, είναι κουραστικό αυτό το ταξίδι, το ξεπερνάς άμα σκέφτεσαι άλλα πράματα, άμα φεύγει το μυαλό δηλαδή αλλού, το μεσημέρι έβλεπα ειδήσεις, στην Αφρική είχε φασαρίες, σφαγές σ' ένα μικρό κράτος, στη Ρουάντα, φριχτά πράγματα έδειχνε η τηλεόραση, πτώματα, κάτι άλλοι μαστουρωμένοι με κάτι μαχαίρες χόρευαν, την Ρουάντα είχα να την ακούσω από το Δημοτικό, στη Γεωγραφία την λέγανε Ρουάντα-Ουρούντι, πούλαγαν κάτι τσίχλες στα περίπτερα τότε, ένα πενηνταράκι η μία, μέσα σε κάτι φακέλους, είχε και κάτι χαρτάκια χρωματιστά μέσα, τα μαζεύαμε, τα ανταλλάσσαμε, όλες τις χώρες ζωγραφισμένες υπέροχα, κι' ήταν και η Ρουάντα-Ουρούντι, με λιοντάρια και ζέβρες και πολεμιστές με ασπίδες και δόρατα και χόρευαν, χόρευαν με φόντο τον χαλανδρέικο γαλανό ουρανό, με χαλανδρέικα σύννεφα, μέσα σε χαλανδρέικους χωματόδρομους, αλλά τώρα το Χαλάνδρι το είχαν ασφαλτοστρώσει από άκρου εις άκρον, οπότε γεννάται το ερώτημα πως εγώ έτρεχα σε χωματόδρομους, κι' ήταν το χώμα κανελλί, κι' ήταν γύρω κήποι και χαμηλά σπίτια;
 
 
 
 
Συγκεντρώθηκα, τέλος πάντων, στ' αριστερά είχα τη μάντρα της Ριζαρείου, κι' ήμουνα μουσκίδι, φόραγα ένα τισέρτ με τον φίντο ντίντο, όταν έτρεχα ο ιδρώτας έκανε πάντα δύο κηλίδες, μια στο στήθος, μια στην κοιλιά, κι' αυτές όσο έτρεχα μεγάλωναν, στο τέλος ενώνονταν, που πάει να πει είχα χάσει ενάμισι κιλό νερό, οπότε συν η δίαιτα και οι ενδορφίνες, έβλεπα οράματα στον ξύπνιο μου, συμπέρανα. Παραληρούσα. Όπως αυτοί που χάνονται στην Σαχάρα. Τότε είδα μπροστά μου έναν μαύρο από την άλλη μεριά του δρόμου. "L' année prochaine, vous serez chez nous!" μου φώναξε, και έβαλε τα γέλια. Προσπέρασα, θα με πέρασε για άλλον είπα. Γύρισα να τον ξαναδώ, τον μαύρο, αλλά είχε μπει μέσα στον κήπο. Και γέλαγε. Δεν έδωσα σημασία. Όπου σε λίγο ακούω μια μηχανή ντήζελ να γουργουρίζει δίπλα μου, μεγάλη, τις ντήζελ τις καταλαβαίνεις αμέσως, κοίτα λέω, ο μαλάκας θα με διακόψει πάνω στην προσπάθειά μου για να με ρωτήσει που είναι ο δείνα δρόμος ξέρωγώ. Γυρνάω να τον ξεχέσω, τι να δώ! Ήταν μια μεγάλη τογιότα χαιλούξ πικάπ τετρακίνητη, άσπρη, κι' είχε κάτι μπλε σχέδια στην πόρτα και γράμματα αρχικά δε θυμάμαι τι. Και η καρότσα ήταν φορτωμένη μαύρα παιδάκια βρώμικα και μαύρες γυναίκες ρακένδυτες, κι' η μία είχε ένα μωρό πεθαμένο αγκαλιά κι' έκλαιγε, κι' ήταν κι' ένας μαύρος με σκισμένο πουκάμισο μέσα στα αίματα, και με τόνα μάτι λιώμα. Κι' όλοι αυτοί πως βρεθήκαν ξαφνικά εκεί, τρέχαγύρευε. Διότι η έκπληξίς μου ήταν αλλού. Διότι στο τιμόνι καθόμουνα εγώ ο ίδιος, και φόραγα μάλιστα την ίδια φανέλα με τον φίντο ντίντο. Με το που είδα τον εαυτό μου στο τιμόνι πετάχτηκα πίσω βρίζοντας, ακριβώς έτσι έβριζα ένα ντόπερμαν, πεταγόταν μέσα από έναν κήπο, μία μονοκατοικία κοντά στου Σαρμέλα στο τρελοκομείο, και γαύγιζε, γρύλιζε, μούδειχνε κάτι δόντια βόηθα Χριστέ μου, με αιφνιδίαζε κει που έτρεχα, κι' έλεγα να το θυμηθώ να μην περάσω κοντά στη μάντρα, αλλά κάθε φορά το ξέχναγα. Έτσι πετάχτηκα και τώρα, αλλά στη νιοστή, και του βλαστήμαγα έντρομος το σόι, του εαυτού μου με την τογιότα χαιλούξ.
-Μην βρίζεις την μάνα μας και τον πατέρα μας! μου είπε αυστηρά. "Ραντεβού με το μέλλον έχεις, του χρόνου το Πάσχα θάσαι εκεί!"
Γκάζωσε ύστερα, έφυγε. Έκανα ώρα να συνέλθω εγώ, αλλά δεν έδωσα σημασία, το ξέχασα. Διότι να πάω στην Αφρική εγώ, των αδυνάτων αδύνατον.
Από την Ριζάρειο και πίσω ο δρόμος κατηφορίζει, κόβεις την προσπάθεια, τσουλάς τρόπον τινά καροτσάδα. Ώσπου πιάνεις πάλι την Ζαν Μωρεάς, η οποία όταν πήγαινες ήταν κατήφορος, άρα τώρα είναι ανήφορος. Αλλά στο τέλος ισιώνει, βλέπεις πάλι το πεύκο, και λες τέρμα, αυτό ήτανε και σήμερα, κόβεις κι' άλλο, στο τέλος περπατάς, δεν κάνει να σταματάς εντελώς κι' απότομα, περιμένεις να ξεϊδρώσεις, αλλά νοιώθεις ευφορία απέραντη, είσαι ευτυχής, είναι ακόμα απόγευμα, έχει άπλετο φως, κάποιοι σηκώθηκαν ήδη από τη σιέστα αλλά εν γένει είναι ήσυχα ακόμη, σταματάς τώρα, λύνεις τα κορδόνια σου, ακουμπάς το ένα πόδι στον γερτό κορμό του πεύκου, και σκύβεις από πάνω σαν τις μπαλλαρίνες. Ύστερα το άλλο πόδι, τα ίδια. Διατάσεις το λένε αυτό.
-Από το Μαρούσι έρχεστε; άκουσα μια δροσερότατη φωνή.
Σήκωσα το κεφάλι μου. Και μου σηκώνεται η τρίχα μόνο που το λέω. Τα σπίτια, οι δρόμοι, τα δέντρα, τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, τα πάντα είχαν χαθεί. Ήταν μόνο μία εξοχική κατοικία από τις παλιές της περιοχής, ελάχιστες τέτοιες βρίσκεις πια να στέκουν όρθιες. Με κεραμίδια και ακροκέραμα και μαρμάρινη σκάλα. Και στην βεράντα στέκονταν τρεις κυρίες, νεαρές κι' οι τρεις, με μακριά φορέματα πολύ ρετρό, σκεπασμένες ως τα νύχια των ποδιών, και μακριά μανίκια επίσης. Της μιας, της μεγαλύτερης, ήταν καφέ σκούρο. Της άλλης, της μεσαίας, λευκό. Της τρίτης, γαλάζιο, με λευκή δαντέλλα στο ντεκολτέ. Αυτή ήταν η νεότερη και η πιο όμορφη. Ακουμπούσαν και οι τρεις στο κάγκελο της βεράντας και με κοίταζαν. Μιλιά, εγώ. Και στη σκάλα ήταν μία κοπελίτσα κάπου στα δώδεκα ή δεκατέσσερα, με ναυτικά. 
-Σας περάσαμε για τον Λούη που είναι μαρουσιώτης, είπε αυτή με το γαλάζιο φόρεμα, η πιο όμορφη. "Αλλά αυτός είναι πιο αδύνατος από εσάς, τον έχουμε δει μία φορά. Στο Μαρούσι." Κι' αρχίσαν τα γελάκια, πνιχτά, κι' οι τρεις μαζί ταυτοχρόνως. Είδαν κι' απόειδαν που δεν έλεγα τίποτα, σοβαρέψανε και με κοίταγαν.
-Από το Χαλάνδρι έρχεστε; ξαναρώτησε πάλι αυτή με τα γαλάζια.
Πάλι μιλιά εγώ. Τάχα χαμένα, πρώτα ο εαυτός μου φορτωμένος την Αφρική σύμπασα, τώρα αυτές. Κοίταγα μια το μπαλκόνι με τις γυναίκες και μια το τοπίο, όσο δηλαδή ήταν εντός του οπτικού μου πεδίου. Διότι είχε αλλάξει ως δια μαγείας. Παντού, όπου έπιανε το μάτι, ψηλά αγριόχορτα. Ο ήλιος που πλάγιαζε τα είχε κάνει ένα χρώμα ζεστό σαν τον κρόκο του αυγού, και λάμπανε σαν πίνακας του Βανγκόγκ μέσα στο καλοκαιρινό απόγεμα. Πίσω, εκατό μέτρα μακριά, διέκρινα ένα μόνιππο, κι' από δίπλα έναν καβαλλάρη, μάλλον με στολή στρατιωτική. Φεύγαν, όλοι μαζί μια παρέα, φεύγαν απαλά πάνω στο χωματόδρομο που κάποτε θα γινόταν -χρόνια αργότερα- η Κηφισσίας, πηγαίναν προς το Μαρούσι, κι' ακουγόταν πεντακάθαρα η φωνή του αμαξά, κι' οι ανέμελες συζητήσεις, κι' ο τροχασμός των αλόγων, τα ρουθουνίσματα...
Αριστερά, στη συμβολή της Κηφισσίας με τον αμαξιτό για Χαλάνδρι, δηλαδή που την λέμε τώρα Εθνικής Αντιστάσεως, άσπριζε ένα χτίσμα χαμηλό με κεραμίδια. Από πίσω ένα κυπαρίσσι μαύριζε κόντρα στον ήλιο. Θάταν το παλιό εξοχικό κέντρο του Μαρλαφέκα σκέφτηκα, που το γκρεμίσανε το εβδομηνταδύο ή το εβδομηντατρία, δεν θυμάμαι ακριβώς. Μα θυμάμαι που είχε μιαν αυλή στρωμένη με γαρμπίλι. Και δεν ήταν μόνο ένα κυπαρίσσι σκέτο, εγώ θυμόμουν πως όλη η αυλή είχε γύρω-γύρω μία σειρά κυπαρίσσια. Και τότε ξαφνικά νύχτωσε, και βρέθηκα ξαφνικά στην αυλή του Μαρλαφέκα. Θάναι Σεπτέμβρης, σκέφτηκα, γιατί κάνει και λίγη ψυχρίτσα. Κι' η ώρα είναι περασμένη. Έχει τρία άδεια τραπέζια ετοιμόρροπα, κι' από πάνω κρέμεται μια λάμπα ηλεκτρική, ρίχνει ένα χλεμπονιάρικο φως πάνω στα τραπέζια, κάπως κίτρινο. Μόνο μια παρέα είναι στο μαγαζί, πέντε νεαροί με καμπάνες παντελόνια τζήν, και του ενός κοτλέ χρώμα σάπιο μήλο. Έχουνε φαβορίτες, αλλά όχι και πολύ ευτραφείς, είναι σχεδόν έφηβοι, με μαλλούρα και κάτι γελοίες χωρίστρες, του ενός μάλιστα η ίσια τρίχα αντανακλά θλιβερά την κίτρινη λάμψη της λάμπας, διότι έχει βάλει ίσαμε κι' ένα σωληνάριο μπρηλκρήμ αυτός. Των αλλωνών το μαλλί είναι πιο ατίθασο, ενός μάλιστα ήταν εντελώς τζίβα. Καπνίζουνε Ολντ Νέιβι, εκτός από κείνον με το μπληλκρήμ, αυτός καπνίζει Άστορ.
Βάζω αυτί που λέτε, και λέει αυτός με το μπρηλκρήμ και τα Άστορ το ανέκδοτο με τον Παττακό και το μυστρί, και μετά για μία γκόμενα, όχι δική του, που της είπε, και του είπε, και δώσανε ραντεβού, αλλά είναι κι' ένας άλλος στη μέση, κι' αέρα κοπανιστό. Κι' είναι κι' ο μικρότερος, που λέει για τον Τζο Κόκκερ που τραγούδησε στο Γούντστοκ "γουίθ ε λιτλ χελπ φρομ μάι φρεντς" πιο καλά από τους Μπητλς. Και λέει ο μεγαλύτερος, που έδωσε δεύτερη φορά εισαγωγικές φέτο και πέρασε Πολυτεχνική Θεσσαλονίκης, πως θέλει να βγάλει λεφτά για νάχει Μερσεντές και σπίτια και δεν ξέρω γω τί. Κι' αυτός με τη τζίβα, που φοράει κι' ένα τζάκετ κοτλέ Ράνγκλερ ζαχαρί και μια κονκάρδα που λέει Leeds United ξέχασα να πω, διότι δείχνανε στην τηλεόραση αγγλικό πρωτάθλημα κάθε σάββατο απόγεμα ένα ματς, κι' αυτό μαυρόασπρο, και είδε τον τελικό Κυπέλλου Αγγλίας του εβδομήντα, και ήρθε η Ληντς με την Τσέλση ισόπαλο 2-2, και ξαναπαίξανε, και το πήρε η Ληντς. Αλλά απορούσε, γιατί η Ληντς φόραγε άσπρα, αλλά σκούρες κάλτσες, και δεν ήξερε τι χρώμα ήταν. Που ήταν κόκκινες.
Αυτός λοιπόν με την κονκάρδα που λέει Leeds United, λέει πως δεν τον νοιάζει να έχει πολλά λεφτά, αλλά πολλή ελευθερία. Και μετά τραγουδάνε όλοι μαζί, "μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια, κατσαρά μαύρα μαλλιά, άσπρο πρόσωπο σαν κρίνος και στο μάγουλο ελιάααα", έχουνε μεθύσει οι ελεεινοί με δεμέστιχες, έχουνε καταβροχθίσει και κάτι ντολμαδάκια μπαγιάτικα που τους πάσαρε ο Μαρλαφέκας, διότι είχε κεσάτια ο Μαρλαφέκας και του μέναν τα φαγιά στο ψυγείο, και τα βγάζει σε τίποτα μειράκια που δεν διαμαρτύρονται. Γιατί αυτά τα μαλακισμένα αντί να πάνε στο Χαλάνδρι, στου Ιορδάνη, ή στον Καλοζύμη, ή στου Ηλία να πούμε, ήρθανε εδώ στου Μαρλαφέκα, διότι αργούσε το λεωφορείο το Κάνιγγος Πολύδροσο να περάσει. Κι' άντε τσουγκράνε, αλλά έρχεται το γκαρσόνι με μία λιγδερή άσπρη μπλούζα και τους λέει "άντε, πληρώστε, κλείνει το μαγαζί," και πληρώνουν και φεύγουν μεθυσμένοι με τα πόδια.
 Από πίσω εγώ, καπνίζουνε και τραγουδάνε και λένε βλακείες, όλοι μένουν εκεί κοντά, αυτός με την τζίβα θα κάνει αργότερα εμετό, όχι τώρα, σε λίγο, θα πέσει να κοιμηθεί και θα γυρνάει το ταβάνι σβούρα και θα ξεράσει στο πάτωμα, και το πρωΐ θα μπει στο αεροπλάνο να φύγει να σπουδάσει στη Γαλλία, διότι τον ξέρω αυτόν με τη τζίβα, όταν μεγαλώσει θα τραβιέται με μία τογιότα στην Αφρική, οπότε γυρνάω αλλού, να μην τα βλέπω όλα αυτά, μόνο το μπαλκόνι με τις κυρίες να βλέπω, και να είναι απόγευμα.
Με κοιτάγανε αυτές με περιέργεια όση ώρα ήμουνα νοερώς στου Μαρλαφέκα με κείνα τα κνώδαλα.
-Μήπως είστε εκ Κρήτης; ξαναρώτησε η γυναίκα με το γαλάζιο φόρεμα. "Σας ρωτώ διότι με τέτοια μουστάκια κι' αξύριστος μοιάζετε του Γύπαρη."
 



Εμειδίασαν οι άλλες. Με επεξεργαζόταν η ωραία κυρία, κι' εγώ τάχα χαμένα, και ντρεπόμουν κάπως. Είχα δε πιει το αμίλητο νερό, και άφωνος εξέταζα το αχυρένιο τοπίο.
-Άφησε τον άνθρωπο ήσυχο, καημένη Ζηνοβία, της είπε η άλλη με το λευκό. "Φτάνει πια με τον Γύπαρη και το ίνδαλμά σου, τον Βενιζέλο, άλλη κουβέντα πια δεν λες, ο Βενιζέλος κι' ο Βενιζέλος σου..."
-Μάλιστα, ο Βενιζέλος μου, της αντιγύρισε η άλλη. "Διότι αν δεν ήταν ο Βενιζέλος μου, η Κρήτη θα ήταν ακόμη με τους τούρκους. Κι' αν δεν ήταν ο Γύπαρης, οι βούλγαροι θα αλώνιζαν στην Μακεδονία μας!"
-Γυρεύοντας πάμε, βρε Βιργινία, της είπε η άλλη με τα καφέ και ξύνισε τη μούρη της. "Φασαρίες θα έχωμε πάλι. Ας μην ήσαν αι Δυνάμεις, και θα πέρναγαν οι τούρκοι από εδώ να πάρουν τον καφέ τους στην Ακρόπολη. Θες νάχωμε πάλι τα ίδια;"
-Αυτό συνέβη γιατί δεν είχαμε στρατό, είπε η Ζηνοβία με πάθος. "Είχαμε συρφετό. Με αρχηγό τ' Αετού τον Γιό, άκουσον, άκουσον!" Έτσι είπε, και μ' έκοβε κρυφά, περίμενε να εκδηλωθώ. Σκέφτηκα λες να νομίζει πως είμαι ο πως τον λένε ο Γύπαρης. Που ήταν αυτός που έφαγε τον Δραγούμη. Δεν είμαι τελείως σίγουρος, αλλά μάλλον αυτός ήτανε.
-Δεν φταίει ούτε ο Βασιλεύς, ούτε ο Διάδοχος, πετάχτηκε η άλλη με τα λευκά. "Ούτε ο Δηλιγιάννης. Εκείνος ο αγύρτης ο Ράλλης φταίει, ξεσήκωσε τον κοσμάκη και υποχρεώθηκε ο Γεώργιος να στείλει στρατό στην Κρήτη. Και ορίστε που φθάσαμε! Να χρωστάμε αποζημίωση στον Σουλτάνο!"
-Ναι, για τίποτε δεν φταίει ο Δηλιγιάννης κατά την γνώμη σου. Μήπως δεν φταίει κι' από πριν και για το χρέος, ο Δηλιγιάννης; είπε με θυμό η Ζηνοβία και χτύπησε το χέρι της στο κάγκελο. "Μήπως ο Δηλιγιάννης δεν διόρισε όλο εκείνο το κηφηναριό στο Δημόσιο; Δεν φταίει ο Δηλιγιάννης που οι πολιτικοί του φίλοι απομυζούν τον προϋπολογισμό μέχρις τελευταίας ρανίδος; Να γιατί καταντήσαμε σήμερα να ελέγχουν τα οικονομικά μας οι πιστωταί!"
-Και δεν φταίνε τα καμώματα του Τρικούπη και του κόντε Θεοτόκη; είπε πάλι η άλλη με τα καφέ. "Εκείνον τον Αβέρωφ, τ' αμπάρι του χρυσάφι τον πληρώσαμε, κι' ακόμη να τον πάρωμε."
-Ο Τρικούπης έφτιαξε το τραίνο, ο Τρικούπης έσκαψε τον Ισθμό, ο Τρικούπης συγύρισε το Δημόσιο, ο Τρικούπης οργάνωσε τον στρατό! της τσίριξε η Ζηνοβία. "Αλλ' έφτιαχνε ο  Τρικούπης, ερχόταν το χαλούσε ο Δηλιγιάννης, ράβε-ξήλωνε το Κράτος!"
-Βρε Ζηνοβία, της είπε με ειρωνεία η άλλη. "Τάκανε και ο Τρικούπης τα δικά του. Δεν θυμάσαι το σκάνδαλο με την προμήθεια χόρτου δια τα κτήνη της φρουράς Αθηνών;"
-Δεν θυμάμαι, διότι τότε ήμουν τριών ετών. Αλλ' απορώ πως δεν θυμάσαι εσύ, αφού ήσουν τότε ήδη εικοσιδύο! την κάρφωσε πικρόχολα η Ζηνοβία. "Ασύστολα ψεύδη του Δηλιγιάννη, τα πήρε πίσω από μόνος του, μην εξευτελισθεί στο δικαστήριο," μουρμούρισε, κι' η άλλη σώπασε φαρμακωμένη. 
-Λέγεται πως ο Βενιζέλος θα φέρει την μαλλιαρή στα σχολεία, είπε ντροπαλά εκείνη με τα άσπρα. Ίσως το είπε από αμηχανία, για να εκτονωθεί η ατμόσφαιρα. Αλλά μπορεί και να της άρεσε αυτό το πράμα, δηλαδή να κάνει την συνεσταλμένη, και ξαφνικά να πετάγεται αιφνιδίως να την φυτιλιάζει, την Ζηνοβία. Σιγανοπαπαδιά δηλαδή.
-Να την φέρει και να την παραφέρει! φώναξε η Ζηνοβία. "Είδατε πως του τα έσυρε του Γεωργίου, με το που πήγε στο παλάτι; Είδατε πως τον εξηνάγκασε να προκηρύξει εκλογές; Να μου το θυμηθείτε, σε δυο μήνες θα είναι πρωθυπουργός, ο  Λευτέρης! Κι' ας μην τρέφουμε αυταπάτες, ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος, πάρτε το χαμπάρι, οι γερμανοί εξοπλίζουν τον Οθωμανό, γι' αυτό εμείς πρέπει να προσχωρήσωμε το ταχύτερον στο στρατόπεδο της Συνεννοήσεως. Νάσαστε βέβαιες, σε δέκα χρόνια Σουλτάνος δεν θα υπάρχει, ούτε τ' Αετού ο Γιός θα υπάρχει, ούτε και ο κουνιάδος μας ο Κάιζερ, ούτε Τσάρος, ούτε και η Αυστρουγγαρία. Ας μην μείνουμε απαθείς, αν επιθυμούμε να δούμε την πατρίδα να μεγαλύνεται και να προκόβει!"
Πήγα να πω πως καλά όλα αυτά που έλεγε η Ζηνοβία, αλλά πρέπει να σκεφτόμαστε και τους άλλους, όχι αυτούς που είχα δει προηγουμένως στην τογιότα, αυτούς που συνωστίζονταν στην προκυμαία, βάλε και πόσους  θα σκοτωθούνε σε δέκα χρόνια πόλεμο, κυρίως όμως ήθελα να ζητήσω αν είχε κανα λάστιχο να πιω νερό, κόλλαγε η γλώσσα μου από την δίψα. Είχα στεγνώσει, δεν μπορούσα να μιλήσω.
-Καλέ εσείς θα διψάτε, είπε η Ζηνοβία. "Καθήστε να σας στίψω μια λεμονάδα, τα λεμόνια μας τα φέρνει ο Βλάσης από τον μπαξέ του."
Πήγε η Ζηνοβία να στίψει την λεμονάδα, χάθηκε στα ενδότερα. Φύγανε και οι άλλες να την βοηθήσουν. Έμεινε το κοριτσάκι που με κοίταγε με περιέργεια. Και μετά πήγε μέσα κι' αυτή.
Έμεινα μόνος μου. Γύρισα προς τ' αριστερά μου κάποια στιγμή. Κι' ήταν εκεί η Αγία Βαρβάρα, όπως την ήξερα πάντα, αλλά ήταν η μισή, γιατί μόνο το Ιερό ήταν εκεί, αυτό με τους χοντρούς τοίχους και τα αντερείσματα, το παλιό, του δεκάτου εβδόμου αιώνα, που λένε. Το άλλο, δεν ήταν χτισμένο ακόμα. και γύρω χέρσα χωράφια, ψυχή ζώσα. Κι' ήταν ένα κοπάδι πρόβατα και ροβόλαγε βελάζοντας, βαρβατίλα, βιρβιλιές, κουδούνες, γύρναγε στο μαντρί. Κι' ήταν ο βοσκός και τα πρόγκαγε προς του Παπαθανασίου, που δεν υπήρχε ακόμα η βίλλα, ούτε συρματόπλεγμα, σφύραγε, έκανε μπρρρρτ!
Μετά, άρχισε να φωνάζει ασυναρτησίες, σαν χρησμός, σαν την Πυθία.
-Ήτανε όλα του τούρκου, ήρθε ο ιταλός, τα πήρε κοψοχρονιά...από την Πάρνηθα κατεβήκανε, Αρβανιτιά περήφανη, πέντε φάρες όλες κι' όλες...στάνες, μποστάνια, στέρνες, αμπέλια, μαρούλια, φρούτα, όλα τα καλά...αντλίες με φτερωτή, πλακώσανε κι' οι πρόσφυγες...Το Θηρίο πέρναγε, κατέβαζαν τη μπάρα στα Σίδερα, είχε φύλακα...ψηλός ψηλός καλόγερος και κόκκαλα δεν έχει, τι είναι;...σαλταδόρος διάσημος στην Κατοχή...μπορντόζα, οδοστρωτήρας, στρώνανε πίσσες...επί χούντας είχε μια μπεμβέ με καλαθούνα, την καβάλαγε, είχα μια θάλασσα στο νουου, κι' ένα περβόλι, πεεεριβόλι τ' ουουρανούού, τη σκέπαζε και τη μπεμβέ, φουλ το γκάζι, πέρναγε, εδώ, στην στροφή τον είδα...Πορτοφίνο, πριν δεν είχε πίτσα πουθενά στο Λεκανοπέδιο, ένας ελληνοκαναδέζος...αντιπαροχή, σου λέει, εκεί πούναι τώρα η ΑΕΠΙ, εκεί δίπλα...κι' ο Ζαφειρόπουλος κι' ο Πέρκιζας κι' ο Έβερτ κι' ο Φλωράκης, όλοι στου Γιάννη, κατσικάκι στα κλήματα, στην Ομήρου...
Λοιπόν, ο βοσκός φόραγε και μια κάπα τρίχινη, γιατί έκανε ξαφνικά χειμώνα, ένα κρύο, μία σκοτεινιά, πήγαινε να νυχτώσει, κι' ο ουρανός μολύβι αποπάνω, κι' ο Υμηττός αστραπές, μπουμπουνητά, φοβόμουνα κάπως, άρχισε να ρίχνει και κάτι χοντρές ψιχάλες, πέφταν στο χώμα κι' άκουγες πλαφ, πλαφ, πλαφ, με φοβερίζανε οι ψιχάλες. Άρχισα να τρέχω πίσω από τα προβατάκια, ήθελα να τα χαϊδέψω, αλλά μίκραινα συνεχώς, μίκραινα, μίκραινα, είχα γίνει τεσσάρων χρονών και δεν τα προλάβαινα, κι' ήταν η γιαγιά μου αποπίσω, κι' έλεγε πρόσεχε θα πέσεις, έλα δω, ζούρλιακα. Και φεύγανε τα πρόβατα, κι' αποπίσω εγώ, ξέφυγα της γιαγιάς, οπότε είπα μέσα μου, Παπαθανασίου δεν υπάρχει, Λυκιαρδοπούλου δεν υπάρχει, περίπτερο δεν υπάρχει, ήγουν ούτε το σπίτι μας υπάρχει, το σπίτι μας ήταν λίγο πιο πάνω στη Τζαβέλλα, οπότε φοβήθηκα κι' άλλο, κι' έπεσε κι' άλλη αστραπή, κι' άλλες ψιχάλες, πουθενά η γιαγιά εντωμεταξύ χάθηκε, ήμουνα και μόνος μου, έβαλα τα κλάμματα.
Αλλά δεν έδωσα σημασία. Γιατί και οι φίλοι μου λένε γράφε τα ρε, ωραία είναι. Αλλά νομίζω πως το λένε γιατί είναι φίλοι μου. Οπότε δεν δίνω σημασία.
Γιατί βλέπω πολλά τέτοια παλαβά, φερ' ειπείν ήταν πρωΐ κατά τις οχτώ, Μάιος, Ιούνιος, κι' ήμουνα στον ουρανοξύστη του Καρβέλλα, στην ταράτσα, κι' είχε έναν βατήρα που έχει στην πισίνα, αλλά δεν είχε πισίνα από κάτω αυτός ο βατήρας, από κάτω ήταν το κενό, τριάντα όροφοι, ξέρω κι' εγω πόσοι είναι, και στεκόμουν  στην άκρη του βατήρα, και ο ουρανοξύστης πέταγε στον ουρανό, κι' εγώ τον κατηύθυνα με την δύναμη του πνεύματος, έβαζα και λίγο βάρος, έγερνα λίγο δεξιά, λίγο αριστερά, έστριβε ο ουρανοξύστης, έγερνα μπροστά, κατέβαινε, έγερνα πίσω, ανέβαινε, και πέταγε στον ουρανό, έβλεπα όλο το Χαλάντρι.
 
 
Ευχαριστίες, αφιερώσεις και παραπομπές
Η φωτογραφία που κοσμεί αυτό το κείμενο είναι από το  αρχείο της κυρίας Αργυρώς Μαυρομμάτη. Δημοσιεύτηκε στις 26 Μαΐου 2016, από την Δάφνη Λιαναντωνάκη, στον λογαριασμό φέισμπουκ "Παλιές Φωτογραφίες του Χαλανδρίου", που έφτιαξε ο Αλέξανδρος Μαμμόπουλος.
Και στους τρεις τους, τις πιο θερμές μου ευχαριστίες.
Η δημοσίευση εδώ:
Και σ' όσες κι' όσους το βράδυ του Σαββάτου, 4 Ιουνίου 2016, παρευρέθησαν στου Γιατρού,  το παρόν αφιερούται.
 
 
 


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου